- ισοπάλαιστος
- ἰσοπάλαιστος, -ον (Α)αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μιας παλάμης, μιας παλαιστής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -παλαιστος (< παλαιστή /παλαστή «παλάμη»), πρβλ. εξα-πάλαιστος, τετρα-πάλαιστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοπάλαιστον — ἰσοπάλαιστος a span long masc/fem acc sg ἰσοπάλαιστος a span long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)